- ψυχογαλβανικός
- -ή, -ό, Νφρ. «ψυχογαλβανικό αντανακλαστικό»φυσιολ. πτώση τής αντίστασης τού δέρματος στην δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος ή διακύμανση τής τάσης του σε περίπτωση ψυχικής διέγερσης, αλλ. ηλεκτροδερμική αντίδραση.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. psychogalvanique < psycho- (< ψυχή) + galvanique (πρβλ. γαλβανικός)].
Dictionary of Greek. 2013.